- εξαγορία
- και εξαγοριά και ξαγοριά, η (Μ ἐξαγορία)1. μετάνοια, μεταμέλεια2. συγχώρηση αμαρτιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγορεύω (πρβλ. αναγορεύω-αναγόριο, φεύγω-φευγιό κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαγορίας — ἐξαγορίᾱς , ἐξαγορία excantation fem acc pl ἐξαγορίᾱς , ἐξαγορία excantation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγορίαν — ἐξαγορίᾱν , ἐξαγορία excantation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγοριῶν — ἐξαγορία excantation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγορίαις — ἐξαγορία excantation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαγοριά — η βλ. εξαγορία … Dictionary of Greek